Λιπώδες ήπαρ

Λιπώδες ήπαρ

Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση λίπους (στεάτωση) στα ηπατοκύτταρα. Στην Ελλάδα, το ποσοστό της NAFLD υπολογίζεται σε 10% - 20%. Να σημειωθεί ότι σε παχύσαρκους ασθενείς το ποσοστό της NAFLD αγγίζει το 75%, ενώ σε διαβητικούς ασθενείς κυμαίνεται μεταξύ 40% και 70%. Η νόσος αφορά συνήθως άτομα ηλικίας 40–60 ετών, αν και μπορεί να προσβάλλει κάθε ηλικία, ακόμη και παιδιά.

Η σοβαρότητά του μέσω της εξέλιξης της NAFLD σε μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (NASH) (δηλαδή με την παρουσία επιπλέον φλεγμονής / ίνωσης στο ήπαρ και τελικά κίρρωσης) εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί. Φαίνεται ότι γενετικοί παράγοντες παίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση και εξέλιξη της NAFLD, καθώς επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν αυξημένη επίπτωση της νόσου και της αντίστασης στην ινσουλίνη σε πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με NAFLD. Επίσης, από τους παράγοντες του περιβάλλοντος, η διατροφή και η υπερανάπτυξη της εντερικής χλωρίδας είναι πολύ σημαντικοί: διατροφή είτε πλούσια σε κορεσμένα λίπη, αναψυκτικά με ζάχαρη και κρέας είτε πτωχή σε φρούτα, λαχανικά, αντιοξειδωτικά και ψάρια με ω-3 λιπαρά συσχετίζεται με ανάπτυξη NAFLD λόγω αύξησης των ελεύθερων ριζών και του οξειδωτικού stress στα ηπατοκύτταρα.

Έτσι, η παχυσαρκία και η παρουσία μεταβολικού συνδρόμου αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης της NAFLD. Το μεταβολικό σύνδρομο είναι μια παθολογική οντότητα που περιλαμβάνει παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπέρταση και δυσλιπιδαιμία. Το κύριο χαρακτηριστικό του μεταβολικού συνδρόμου, είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη και φαίνεται ότι η NAFLD αποτελεί την ηπατική συμμετοχή στο μεταβολικό σύνδρομο.

Η διάγνωση της NAFLD/NASH γίνεται συνήθως όταν σε τυχαίο εργαστηριακό έλεγχο διαπιστώνεται μικρή ή μέτρια αύξηση των αμινοτρανσφερασών (ALT και AST) ή όταν σε υπερηχογράφημα άνω κοιλίας διαπιστώνεται «λιπώδης διήθηση του ήπατος». Συνήθως πρόκειται για παχύσαρκους ασθενείς με αυξημένα λιπίδια (χοληστερίνη και/ή τριγλυκερίδια) και/ή σακχαρώδη διαβήτη. Για την τεκμηρίωση της διάγνωσης θα πρέπει να αποκλειστούν τα υπόλοιπα αίτια χρόνιας ηπατοπάθειας (π.χ. χρόνια ηπατίτιδα Β ή C, λήψη φαρμάκων, χρόνια λήψη αλκοόλ κτλ) με προσεκτική λήψη ιστορικού και εκτίμηση των κλινικών και εργαστηριακών δεδομένων. Η βιοψία ήπατος, αν και αποτελεί την βέλτιστη προσέγγιση για την τεκμηρίωση και ακριβή εκτίμηση των βλαβών του ήπατος, πολλές φορές δεν πραγματοποιείται για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων είναι και η επιφυλακτικότητα των ασθενών να υποβληθούν σε αυτή την εξέταση.

Προς το παρόν δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για τη ΝAFLD/NASH. Στα πλαίσια κλινικών μελετών έχουν δοκιμαστεί η χρήση φαρμάκων που βελτιώνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη όπως η μετφορμίνη, αλλά και φάρμακων με αντι-οξειδωτικές ιδιότητες, όπως η βιταμίνη Ε και η βιταμίνη C, χωρίς όμως οριστικά συμπεράσματα. Συνήθως, η θεραπευτική προσέγγιση εστιάζεται στην αντιμετώπιση του συνυπάρχοντος μεταβολικού συνδρόμου. Έτσι, οι πιο συχνές συμβουλές και οδηγίες προς τους ασθενείς που πάσχουν από την νόσο είναι :

  • Η μείωση του σωματικού βάρους κατά προτίμηση σε συνεργασία με διαιτολόγους. Η χρήση φαρμάκων για την απώλεια βάρους έχουν αμφίβολη δράση και πρέπει να αποφεύγεται. Ασθενείς με μεγάλη μάζα σώματος (ΒΜΙ >35) που δεν μπορούν να χάσουν βάρος παρά τις οδηγίες των διαιτολόγων, θα πρέπει να εκτιμηθούν για την πιθανότητα υποβολής σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση (επέμβαση αντιμετώπισης της παχυσαρκίας).
  • Συνιστάται ισορροπημένη δίαιτα
  • Έκκριση βλέννης με περιορισμό των υδατανθράκων και των πολυακόρεστων λιπών και την προσθήκη τροφών, όπως χόρτα, φρούτα, λαχανικά και ψάρια με ω-3 λιπαρά.
  • Αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ, αν και η μικρή χρήση αιθυλικής αλκοόλης δεν φαίνεται να βλάπτει.
  • Αύξηση φυσικής δραστηριότητας και άσκησης με μέτρια σωματική αερόβια άσκηση 30 λεπτών 3-6 φορές την εβδομάδα.
  • Αποφυγή περιττών φαρμάκων.

Αν και οι παραπάνω συστάσεις είναι μη ειδικές μπορούν να κάνουν την διαφορά. Ταυτόχρονα αποτελούν και γενικότερες οδηγίες προς ασθενείς με καρδιοαγγειακή νόσο, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη και αρτηριακή υπέρταση. Τα τελευταία θα πρέπει να ελέγχονται όσο το δυνατόν καλύτερα σύμφωνα με τις ιατρικές οδηγίες.